συγχαρητήρια

συγχαρητήρια
τα, Ν
βλ. συγχαρητήριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγχαρητήρια — τα έκφραση χαράς σε κάποιον για κάποια επιτυχία του: Τον παρακάλεσα να δεχτεί τα θερμά μου συγχαρητήρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • συγχαρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά τού άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που τού… …   Dictionary of Greek

  • Panhellenic Socialist Movement leadership election, 2007 — A leadership election was held on November 11, 2007 [http://www.pasok.gr/portal/gr//51605/7/7/1/showdoc.html PASOK party site] , Δηλώσεις Γιάννη Ραγκούση προς τους πολιτικούς συντάκτες μετά την συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ,… …   Wikipedia

  • αλληλοσυγχαίρομαι — δέχομαι τα συγχαρητήρια κάποιου και αντίστοιχα τόν συγχαίρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συγχαίρω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • εγκάρδιος — α, ο (AM ἐγκάρδιος, ον) αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια») μσν. (για αδερφό) γνήσιος αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα …   Dictionary of Greek

  • ευδαιμόνισμα — εὐδαιμόνισμα, τὸ (Α) [ευδαιμονίζω] 1. ό,τι θεωρείται ως ευδαιμονία 2. τα συγχαρητήρια …   Dictionary of Greek

  • καλοτύχισμα — το [καλοτυχίζω] 1. μακαρισμός, το να θεωρεί και να αποκαλεί κάποιος έναν άλλο ευτυχισμένο 2. έκφραση ευχής σε κάποιον για καλή τύχη 3. στον πληθ. τα καλοτυχίσματα τα συγχαρητήρια και οι ευχές που απευθύνονται σε κάποιον για ένα ευτυχές γεγονός …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μπαϊράμι — Λέξη τουρκοπερσική, που σημαίνει γιορτή. Ειδικά ονομάζονται μ. οι δύο μεγάλες γιορτές της μουσουλμανικής θρησκείας, το μικρό μ., που λέγεται από τους Τούρκους σεκέρμ, και το κουρμπάν μ. (γιορτή των θυσιών). Οι Τούρκοι θεωρούν το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”